εφημισάρικος — ἐφημισάρικος, η, ον (Μ) αυτός που ανήκει εξ ημισείας σε δύο πρόσωπα, ο μεσιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φρ. ἐφ ἡμισείας] … Dictionary of Greek
ήμισυς — εια, υ και μισός, ή, ό (AM ἥμισυς, εια, υ, Μ και ἥμισος, η, ον, Α δωρ. τ. ἅμισυς, εια, α και ιων. θηλ. ἡμισέη και ἡμισέα) 1. αυτός που αποτελεί το ένα από δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ο μισός 2. το ουδ. ως ουσ. το ήμισυ το ένα… … Dictionary of Greek
μισός — ή, ό (Μ μισός, ή, όν) αυτός που αποτελεί το ένα από τα δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ήμισυς νεοελλ. 1. ασυμπλήρωτος, ατελής, ελλιπής, λειψός, κολοβός («μισές δουλειές έκανες πάλι») 2. φρ. α) «μισό μισό» ή «μισό και μισό» ανακατωμένο ή … Dictionary of Greek
Κάνεμαν, Ντάνιελ — (Daniel Kahneman, Τελ Αβίβ 1934 –). Αμερικανός ψυχολόγος, ισραηλινής καταγωγής. Αποφοίτησε το 1954 από το Εβραϊκό Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ, με πτυχία ψυχολογίας και μαθηματικών. Το 1961 απέκτησε διδακτορικό τίτλο στην ψυχολογία από το… … Dictionary of Greek
ԿԻՍԱԿԱՏԱՐ — ( ) NBH 1 1097 Chronological Sequence: 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c, 13c, 14c ա. ἑξ ἠμισείας, ἠμιτελής, ἠμιτέλεστος semiabsolutus, imperfectus. Անկատար. թերակատար. թերի. կիսատ. ... *Անմարթ էր թերի եւ կիսակատար լինել լուսնի յաւուր լինելութեան իւրոյ:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԿԻՍԱՄԱՍՆԵԱՅ — ( ) NBH 1 1098 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 11c, 12c ա. ἠμερινής dimidiae partis Կիսաբաժ. թերի. անկատար. դոյզն. մասն մասն. *Աստուած ոչ է կիսամասնեայ, այլ կատարեալ յամենայնի. Սարգ. յկ. ՟Թ: եւ Սարգ. ՟ա. պետ. ՟Ը: *Ոչ սակաւ մի նայեցուած … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)